αφλογιστία

αφλογιστία
η
η μη ανάφλεξη του καψουλιού ή της γόμωσης όπλου, πυροβόλου κτλ.: Πίεσε τη σκανδάλη, αλλά το όπλο έπαθε αφλογιστία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αφλογιστία — η το να μην αναφλεγεί καψούλι ή γόμωση όπλου παρά την πυροδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφλόγιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • βραδυφλογία — η προσωρινή αφλογιστία ή επιβράδυνση στη λειτουργία καψυλίου, πυροκροτητή ή προωθητικού γεμίσματος όπλου κατά τη βολή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”